- ἐπιφύσεως
- ἐπιφύσεω̆ς , ἐπίφυσιςongrowthfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφυσίτιδα — η ιατρ. επώδυνη πάθηση τής επιφύσεως ενός οστού … Dictionary of Greek